- εὐμετάβλητον
- εὐμετάβλητοςeasily changedmasc/fem acc sgεὐμετάβλητοςeasily changedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευμετάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν) η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο τού χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.) αρχ. (για τροφή)… … Dictionary of Greek
ԴԻՒՐԱՓՈՓՈԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0635 Chronological Sequence: 6c գ. εὑμεταβλησία, τὸ εὑμετάβλητον inconstantia Յողդողութիւն. անհաստատութիւն. *Հետեւեալ լինի բարկացողութեանն ... դիւրափոփոխութիւն. Արիստ. առաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)